- συλλογευτικός
- συλλογ-ευτικός, ή, όν,A of or for collection, τὸ ς. (sc. ἀργύριον) Test.Epict.5.9, 7.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλλογευτικός — ή, όν, Α [συλλογεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκέντρωση, στην είσπραξη … Dictionary of Greek